- παλατιανός
- -ή, -όάνθρωπος του παλατιού, ανακτορικός, αυλικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλατιανός — ή, ό (Μ παλατιανός, ή, όν) [παλάτιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παλάτι ή αυτός που ανήκει στην υπηρεσία τών ανακτόρων, ανακτορικός, αυλικός 2. το αρσ. ως ουσ. μέλος τής βασιλικής ή ανακτορικής αυλής … Dictionary of Greek
Παλατιανός, Αντώνιος — (Kέρκυρα, 1833 – 1893). Γιατρός. Πολέμησε ως εθελοντής στον ιταλικό στρατό και πήρε μέρος στους αγώνες για την ανεξαρτησία της Ιταλίας. Το 1879 εξελέγη βουλευτής στην Κέρκυρα. Έγραψε πολλές ιατρικές μελέτες, ανάμεσα στις οποίες ιδιαίτερα αξιόλογο … Dictionary of Greek
ανακτορικός — ή, ό (Α ἀνακτορικός, ή, όν) [ἀνάκτορον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανάκτορο ή στον άνακτα, παλατιανός, βασιλικός 2. αυτός που αφοσιώνεται στον βασιλιά … Dictionary of Greek
παλατίνος — I Ένας από τους 7 λόφους της αρχαίας Ρώμης, όπου βρίσκεται και το αρχαιότερο τμήμα της πόλης (Roma quadrata), τα όρια της οποίας χάραξε ο Ρωμύλος. Mέχρι την εποχή της Δημοκρατίας ο λόφος περιελάμβανε ιδιωτικές οικίες (Κικέρων, Κατιλίνας),… … Dictionary of Greek